ὀφθαλμώρυχος

ὀφθαλμώρυχος
ὀφθαλμ-ώρυχος, Augen ausgrabend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οφθαλμωρύχος — ὀφθαλμωρύχος, ον (Α) αυτός που βγάζει τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + ωρύχος (< ὀρύσσω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. τυμβ ωρύχος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀφθαλμωρύχοι — ὀφθαλμωρύχος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμωρυχώ — ὀφθαλμωρυχῶ, έω (Α) [οφθαλμωρύχος] βγάζω τα μάτια κάποιου …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”